καμινᾶς

καμινᾶς
καμινεύς
furnace-worker
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καμινάρης — (I) και καμινάς, ο (Μ καμινάρης) αυτός που εργάζεται σε καμίνι, εργάτης, καμινιού, καμινευτής μσν. αυτός που ανάβει το καμίνι τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμίνι + κατάλ. άρης*]. (II) ο (Μ καμινάρης) το αξίωμα που είχε ο επί τού φόρου τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”